
Μια ορυκτή ιστορία
Σε έρευνα της Booz&Co του 2014, που δημοσίευσε η ΔΕΗ, αναφύονται στοιχεία επίκαιρα, σημαντικά και ηλεκτροφόρα! Πρόκειται για μια συγκριτική μελέτη 8 χωρών στην ευρύτερη Ευρασία, μεταξύ, δηλαδή, Ελλάδας, Βουλγαρίας, Γερμανίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Τσεχίας, Πολωνίας και Τουρκίας, ως προς το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη. Η χώρα μας κατακτά την 2η θέση σε παραγωγικότητα και την πρώτη σε ιδιαιτερότητα.
Η υψηλή παραγωγικότητα σε σχέση με το χαμηλό κόστος εξόρυξης του ελληνικού λιγνίτη επιβαρύνεται με το κόστος παραγωγής ενέργειας. Αιτία, το χαμηλό θερμιδικό του περιεχόμενο, δεδομένου επίσης, ότι δεν πληρούνται οι σωστές πρακτικές παραγωγής. Από την πλευρά της ΔΕΗ όμως, οι πρακτικές διαφάνειας, υγειούς ανταγωνισμού, αποσκοπούν σε ποιοτική και οικονομική ενεργειακή παροχή, όπως μπορούν διεθνείς φορείς αξιολόγησης , να δουν. Σημειωτέον, 10 χρόνια νωρίτερα, το Ίδρυμα Χάϊνριχ Μπέλ-φιλικά προσκείμενο στο γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων-η χώρα μας είχε φτάσει στο μέγιστο της δυνατής συνολικής ετήσιας εξόρυξης με 72 εκατ. τόνους.
Τι βλέπουμε σήμερα; Μια μειούμενη σταδιακά και συστηματικά παραγωγή από το συγκεκριμένο ορυκτό, που κάποτε ήταν η πλέον βασική πηγή ενέργειας, λόγω της εσωτερικής κρίσης,στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά ενέργειας (προτεραιότητα απορρόφησης της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ), της αύξησης του κόστους της παραγόμενης, από λιγνίτη ενέργειας λόγω στρεβλών χρεώσεων, τελών, κόστους εξαγοράς παραγόμενων ρύπων CO2 κ.α. , της χαμηλής τιμής (το τελευταίο διάστημα) του φυσικού αερίου, που ευνοεί τις αντίστοιχες μονάδες παραγωγής, με χαμηλότερο μεταβλητό κόστος έναντι του λιγνίτη και τις εισαγωγές φθηνότερης ενέργειας από χώρες ανταγωνιστικότερες της Ελλάδας, με μικρότερες επιβαρύνσεις, και τέλος, στις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της Ε.Ε. και τις πολιτικές της σταδιακής μείωσης των μονάδων θερμικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Εδώ έγκειται και το πολύ-αναθεωρημένο ΕΣΕΚ.
Βάσει, λοιπόν, στοιχείων του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, ενώ βρισκόμαστε στην 2η θέση στην Ε.Ε. , στην 5η στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στην 6η Παγκοσμίως, αυτό δεν είναι θετικό από τις εξής απόψεις:
-Μεγάλες επιβαρύνσεις για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής CO2 από το 2013 και μετά, αυξάνουν το κόστος του λιγνίτη. Σήμερα επιβαρύνεται με 12-13 ευρώ η MWh. Για την περίοδο 2014-2020 η Ε.Ε. αποφάσισε να δίνει δωρεάν δικαιώματα εκπομπής CO2 σε χώρες που το ΑΕΠ τους το 2013 ήταν μικρότερο του 58% του μέσου ευρωπαϊκού. Η Ελλάδα δεν εντάχθηκε το 2013 γιατί είχε ΑΕΠ στο 60% του μέσου ευρωπαϊκού. Σήμερα που είναι πολύ χειρότερη η οικονομική κατάσταση στη χώρα, το δικαίωμα δωρεάν εκπομπών είναι προς διεκδίκηση.
-Περιβαλλοντικές απαιτήσεις βάσει οδηγιών της Ε.Ε. οδηγούν σε σταδιακή απόσυρση (έως το 2023) παλαιών ελληνικών θερμικών μονάδων συνολικής ισχύος 1800 ΜW, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης εκπομπών CO2, (επισημαίνεται ότι την περίοδο 2005-2014 η επιτευχθείσα μείωση εκπομπών CO2 ανέρχεται σε 24% ενώ για τα έτη 2020 και 2030 οι μειώσεις εκτιμώνται σε 38% και 55% αντίστοιχα, έναντι θεσμοθετημένων σε επίπεδο Ε.Ε στόχων 21% (2020) και 43% (2030) , πολύ μεγαλύτερες δηλαδή μειώσεις από άλλα, ισχυρότερα οικονομικά κράτη μέλη της Ε.Ε.). Χαρακτηριστικό της μείωσης στην παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, είναι ότι θερμικές και υδροηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ και τρίτων το 2008, προγραμματίζονταν για φορτίο 48ΤWh έναντι του 2017, που αγγίζουν μόλις τις 35 TWh. Χαρακτηριστική είναι και η πτώση ζήτησης στο σύστημα, λόγω της οικονομικής κρίσης. Το 2008, ήταν 56,3 TWh και το 2017 53 TWh.
-Επιβολή ειδικών τελών στο λιγνίτη που δεν ισχύουν για άλλες πηγές παραγωγής.
-Μεγάλη διείσδυση στο σύστημα των ΑΠΕ και μάλιστα κατά προτεραιότητα απορρόφησης της παραγόμενης ενέργειας από το σύστημα (2008: 2 ΤWh-2017: 10 TWh), λόγω της εξαιρετικά ευνοϊκής τιμολόγησης της TWh. Aυτό, οδηγεί σε αναγκαστική μείωση παραγωγής λιγνίτη και μείωση της συμμετοχής του στην τελικώς παραγόμενη ενέργεια.
Κατά τα δεδομένα αυτά, η εκπόνηση μελέτης του ΑΔΜΗΕ το 2017, προβλέπει, ότι ως το 2023, θα πρέπει, το 56% της ηλεκτρό-παραγωγής να βασίζεται σε ΑΠΕ και το 14% σε λιγνίτη. Την ίδια χρονιά υπογράφηκε η Σύμβαση για την Κλιματική Αλλαγή από τον ΟΗΕ στο Παρίσι, που επιτάσσει οριστική παύση λειτουργίας μονάδων , που εκπέμπουν άνθρακα μέχρι το 2030. Έτσι και στην στοχοθεσία της ΕΕ, η επίτευξη του 2ου με ορίζοντα το 2030 συμβαδίζει με του ΟΗΕ, δηλαδή η θέση εκτός λειτουργίας μονάδων, που καίνε άνθρακα συνολικής ισχύος 72,8 GW.
Η ισχύς αυτή αντιστοιχεί περίπου στο 48% των ανθρακικών μονάδων της Ευρώπης. Ενώ η μονάδα Πτολεμαϊδα V ετοιμάζεται, ο νυν Πρωθυπουργός εξήγγειλε την απο-λιγνιτοποίηση της χώρας μας ως το 2028, με προτεραιότητα την Δ. Μακεδονία. Κοντά στις χώρες, που δεν φαίνεται, να εκδηλώνουν προθυμία συμμόρφωσης προς τις επιταγές των Διεθνών Οργανισμών. Η συγκεντρωτική του συνδέσμου ευρωπαϊκών ΜΚΟ , που ασχολούνται με την εξάλειψη εκπομπών άνθρακα, είναι αρκούντος αποκαλυπτική.
Για τα πρακτικά πάντως, να παραθέσουμε κάποιες πληροφορίες. Τα ορυκτά καύσιμα διακρίνονται σε τρεις, κύρια, κατηγορίες: τους γαιάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Γαιάνθρακας είναι και ο λιγνίτης, που περιέχει μέχρι και 30% άνθρακα. Είναι καστανόμαυρος, με ξυλώδη υφή και στερείται λάμψης. Καίγεται παράγοντας καπνό. Αν και τα μεγαλύτερα αποθέματα απαντούν στη Δυτική, Βόρεια Αφρική και στη Σιβηρία με μικρότερες συγκεντρώσεις απαντούν στην Ευρώπη, Ν.Α. Ασία, Αυστραλία, αλλά και τα δικά μας δεν στερούνται δυναμικής. Οι σπουδαιότερες λεκάνες είναι εκείνες της Πτολεμαϊδας (Πτολεμαϊδα, Κομνηνά, Αγ.Χριστόφορος, Περδίκα), της Μεγαλόπολης και Δράμας και της Φλώρινας. Μία χαρακτηριστική ιδιότητα των ανθράκων είναι η θερμογόνος τους δύναμη και εκφράζεται σε kcal / kg. Η θερμογόνος δύναμη διακρίνεται σε ανώτερη (Α.Θ.Δ.) και κατώτερη (Κ.Θ.Δ.) και μετράται σε δείγματα “ως έχουν” και σε δείγματα “επί ξηρού”. Ενδεικτικά, για το κοίτασμα “Αμύνταιο” της Πτολεμαϊδας, η ΑΘΔ, σε δείγματα “ως έχουν” είναι 2.000 kcal / kg. Η ανώτερη “επί ξηρού” είναι 4.500 kcal / kg.